- μολυβουργός
- μολῠβ-ουργός, ὁ,A = μολυβδουργός, POxy.135.8 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολυβουργός — μολυβουργός, ὁ (Μ) βλ. μολυβδουργός … Dictionary of Greek
μολιβουργός — μολιβουργός, ὁ (Α) βλ. μολυβουργός … Dictionary of Greek
μολυβδουργός — ο (Α μολυβδουργός και μολιβδουργός, Μ μολυβουργός) τεχνίτης που κατεργάζεται τον μόλυβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + ουργός*] … Dictionary of Greek